Φρεναπάτες

Έλεγα "Ναι" και έλεγα ψέμματα.

Στους γκρεμούς και τ' απλώματα της χώρας,
     αντηχούσαν.
     Οι Αρχιτέκτονες που χάραζαν τα νέα σύνορα, πυροβολώντας χρώματα.
     Οι Οικοδόμοι που θεμελίωναν τα κτίσματα, κονιορτοποιώντας τα προηγούμενα και τις μνήμες που δεν ήτανε.
     Αλυχτούσαν.

Έλεγα "Ναι", έλεγα ψέμματα.

Τ' άνθη έσκαγαν με θόρυβο και γιορτή, απλώνονταν στους τοίχους πριν εκείνοι υψωθούν εντελώς. Ο ήλιος κεντούσε τις αυλές και στις κρήνες που εμφανίζονταν η μια μετά την άλλη, σαν κύματα ήρεμου νερού. Κάτι πουλιά άγνωστα έσερναν με τα ράμφη τους τα βιβλία στις θέσεις τους. Τα κτίρια ορθώνονταν. Τα μελίσσια στις ροδακινιές στάθηκαν για λίγο ακίνητα. Ο τόπος ρίγησε για μια στιγμή, ευωδιάζοντας πασχαλιά·  σε καλούσε.

Έλεγα "Ναι" και έλεγα ψέμματα.
     Έστρεψα την πλάτη κι άρχισα να απομακρύνομαι.
     Πίσω μου, τυλιγμένη σε απίθανα στρώματα λήθης, η φυλακή σου ήταν έτοιμη.


Do canaries dream of trees?

Αυτός ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε τρελάνει. Τα πνευστά και τα έγχορδα που θα σου συνέθλιβαν το λογικό, εάν τα άφηνες. Η χαρά τους, που δεν το 'χε σε τίποτα να σε καταπιεί ολόκληρο, αφήνοντας πίσω της τίποτε άλλο από το τίποτε.

Έμπαινες στην αίθουσα και σε καταλάμβανε τρόμος, εκείνος ο τρόμος που πάντα τον υποψιαζόσουν, πάντα τον ένιωθες να τρέμει δίπλα στο στόμα σου, να σπαρταρά πίσω στον ώμο σου, αλλά που δεν τον είχες γνωρίσει ποτέ. 
     Ο τρόμος χάραζε την αίθουσα και στο διάβα του μπορούσε να σε ποτίσει στον πόθο του για πάντα.
     Έβγαινες.

Ακουμπούσες λίγο στην κλειστή πόρτα και ξεχνούσες τις δονήσεις και τα τινάγματα όσο ξαφνικά τα είχες αφήσει να σε διαπεράσουν. Ανάσαινες. Κοιτούσες γύρω. 
     Έξαφνα συνειδητοποιούσες πως δεν είχες μπει από εκεί, εσύ είχες μπει από ένα μέρος όλο δέντρα, πουλιά και φως κι εκείνο ήταν ένα μέρος σκοτεινό γεμάτο λευκά κλουβιά με σιωπηλά καναρίνια που κοιμούνταν παραιτημένα, με κρυμμένα κεφάλια και φουσκωμένο φτέρωμα.

Άνοιγες την πόρτα, έμπαινες.
     Ήταν ο ήχος που μπορούσε να σε γδάρει μέχρι βαθιά. Μέχρι τα σκοτεινά, υδάτινα κέντρα, εκεί που οι μνήμες σου θα μπορούσαν να  μουσκέψουν για πάντα με μιαν αγάπη τόσο κοντά στη φρίκη που καλύτερα να μην την γνώριζες ποτέ. 
     Ήταν τα πνευστά και τα έγχορδα που λύγιζαν και εκπυρσοκροτούσαν έναν ήχο τόσο συμπαγή που θα μπορούσε να σαϊτέψει μυριάδες λυγμούς στο κορμί σου και να σε τσακίσει.
     Κι ήταν τα δέντρα, το μαλακό φως και τα πουλιά, τόσα που έλεγες μα αυτό είναι το μέρος από όπου ήρθα
     Έβγαινες.

Έμπαινες στην αίθουσα.



Ιστορίες που διαβάστηκαν λάθος II

"Φτιάξε έναν καινούριο κόσμο. Άρχισε απ' την αρχή."  Θ. Ουάιλντερ, Με τα Δόντια
Φορούσαν μάσκες, χόρευαν, έπιναν ποτά, ήδη νεκροί.
     Τα φώτα άναβαν κι έσβηναν.
     Δεν ήταν τα ρυθμικά, πολύχρωμα φώτα του άλλοτε.
     Ήταν τα φώτα ασφαλείας, από τα λίγα πράγματα που είχαν μείνει όρθια τώρα που ο κόσμος πέθαινε. Σαν μια αμείλικτη, τελεσίδικη δοκιμή για ό,τι πλησίαζε.

Εκείνοι-ήδη-νεκροί· τώρα μια ενιαία μάζα που παλλόταν τραγουδώντας, γελώντας και ουρλιάζοντας.      
     Όσοι έπεφταν δεν φώναζαν πια κι ας ήξεραν ότι θα ποδοπατηθούν. Λες και δεν τους ένοιαζε, φτάνει που πέθαιναν μέσα σε κείνη την αστραφτερή στιγμή. Μέσα σ' εκείνη τη δίκοπη αγκαλιά, όλο σόλες, αγκάθια και πέτρες· παρήγορη υπενθύμιση πως τίποτε δεν αγαπήθηκε ποτέ στ' αλήθεια.


Ο κόσμος πέθανε.
Εμείς όχι.
Κοιτούσαμε σιωπηλοί τις στάχτες, τη σκόνη και τις πέτρες.
Κάποιος στάθηκε πίσω μας. Δεν μιλήσαμε.
Κάποιος μάς μίλησε. "Θα ξαναρχίσουμε".
Καθόμασταν και κοιτούσαμε τις στάχτες.
Κάποιος μάς μίλησε. "Θα ξαναρχίσουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς".
Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε με φρίκη.