Ιστορίες αγάπης (ΙΙ)

Λύγιζε το δέρμα, η σάρκα έτρεμε. Από μέσα χάιδευε ο πόνος, προετοιμάζοντας το σώμα για το χρώμα που θα ερχόταν, πρώτα το κόκκινο κι έπειτα τις άλλες, σκοτεινές αποχρώσεις. Τις μαβιές παραλλαγές της μικρής κάκωσης.

Φορούσαν μακριά μανίκια, κούμπωναν με επιμέλεια τις μανσέτες στους καρπούς, έκλειναν τα πουκάμισα μέχρι το λαιμό.  Μην πτυχωθεί το ύφασμα, μην φανερώσει τα σημάδια που άπλωναν σαν σκούρα συννεφάκια στο σώμα.
     Έπρεπε να τα κρύβουν. Ήθελαν να τα κρύβουν.

Όταν η μέρα τέλειωνε έκλειναν τις πόρτες τους, έβγαζαν τα ρούχα τους, τα κοιτούσαν και χαρτογραφούσαν τις θύμησες.

Καμιά φορά σε κάποιο τυχαίο άγγιγμα στο δρόμο η μνήμη ξαναγυρνούσε, η αγάπη άναβε στο μυαλό τους και έπρεπε να προσπαθήσουν πολύ, πολύ για να μην προδοθούν.
     Τότε περπατούσαν ακόμη πιο βιαστικά, προσέχοντας  μήπως τους ακουμπήσει κάποιος και κυρίως μήπως κατά λάθος το βλέμμα τους πέσει στα κατεβασμένα μανίκια των υπολοίπων.

Ιστορίες αγάπης

Γυρνούσα τις σελίδες, έκλεινα το βιβλίο.
     Ξανά και ξανά.
     Τίποτε.
     Οι λέξεις είχανε γίνει ακατανόητες. Τα γράμματα, οι ανωφέρειες, οι καμπύλες και οι αιχμές τους, μού ήταν άγνωστα. Άφηνα το ένα βιβλίο και έπιανα το άλλο. Βγήκα και αναζήτησα βιβλία αλλού. Επέστρεψα. 
     Άπλωσα μπροστά μου λευκές σελίδες και πήρα στο χέρι το μολύβι. Και πάλι τίποτε.
     Κάθισα και με βρήκε η απόγνωση κι έκλαψα και δεν ήτανε δάκρυα μα νερό.
     Η γλώσσα με εγκατέλειπε.

Πέρασε αρκετός καιρός έτσι κι όσο κι αν δεν θα το περίμενα ποτέ, συνήθισα. Ξέχασα τις λέξεις και τις δονήσεις, τη συγκίνηση και τα όνειρα άλλων κόσμων, την αίσθηση των δακτύλων μου όταν πίεζαν το μολύβι καθώς το έσερνα πάνω στο χαρτί. Κι όταν τα ξέχασα όλα, ήρθε.

Για να ξαναϋφάνει τα δάχτυλά μου. Να ξαναεπινοήσει τις ιστορίες μου.
     Όλες οι δαγκωμένες μα ξαναγιατρεμένες λέξεις, ατσαλάκωτες, την περίμεναν. Την περίμεναν τα βιβλία που ψιθύριζαν την αγάπη, αδιάβαστα από καιρό και λησμονημένα. Το νερό, που δεν έκλαιγα πια, την περίμενε.


Κι ήρθε και το κορμί της αντανάκλασε για λίγο την απόλυτη σιωπή.

Κάτω από τα βιβλία υπήρχε χώμα.
Κάτω από το χώμα έτρεμαν οι υπόγειες πηγές.

Των τελευταίων

Έλιωναν οι τοίχοι.
Έλιωναν οι τροχοί.

Προχωρούσαμε προσεκτικά μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων και κρατούσαμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου. Ήταν η μόνη οδηγία, ο μόνος κανόνας που είχε μείνει όρθιος μέσα στον τρομαγμένο νου μας. Να κρατάμε πάντα ο ένας το χέρι του άλλου.
     Να το κρατάμε σφιχτά, σαν αρπακτικά. Αναπόδραστα, σαν εκδικητές.
     Να το κρατάμε.

Έλιωναν τα βιβλία και οι κάμποι, τα οικήματα και οι μπαχτσέδες.
     Οι ροδιές, τα μαλλιά και τα δοξάρια.
     Οι ήχοι και οι ματιές, οι ψίθυροι, τα μυστικά κάτω απ' τις πέτρες. Έλιωναν.
     Σκεφτόμασταν το χέρι του άλλου. Παρακαλούσαμε τη δύναμη να κυλήσει, να γιορτάσει στα δάχτυλά μας. Τη σκεφτόμασταν και λέγαμε οι λέξεις θα γίνουν ύλη και θα τα καταφέρουμε.

Έλιωναν τα αηδόνια και τα κρύσταλλα, ο επινομένος χρόνος και τα ρολόγια που άρθρωναν την αγαπημένη απάτη του. Οι σταθερές και τα νοήματα. Η λαχτάρα μας, έλιωνε.
      Κι ήρθε η ώρα που έλιωσαν τα πόδια και
τα δάχτυλά μας.
     Ξεχάσαμε τον άλλον.
     Ξεχάσαμε  την οδηγία.

Κι ήρθε η ώρα που δεν έμεινε πια τίποτα.
     Δεν έμεινε ύλη, οδηγίες ή λέξεις.

Πλέαμε, μέσα στο λιώσιμο των πραγμάτων, συγκλονισμένοι.

Και τότε, μέσα στον χαμό, στο  τέλος των ανύπαρκτων, στη σιωπή του ανείπωτου,
σηκώθηκαν οι τρελοί.

Σηκώθηκαν οι τρελοί και μας έτειναν το χέρι.