Εκείνος που το βουνό τού πήρε το μυαλό

"Κι ήμουν αλλά μαζί πάλι δεν ήμουν -κει πάνω στα ψηλώματα- ο ποιητής, ο ερημίτης κι ο φονιάς. 

Και με τον καιρό ο νους μου σαν να πλάτυνε, σαν να αποφάσισε να ακολουθήσει το εύρος και τον αγέρα από 'κει πάνω- σα να μεγάλωσε ο νους μου ακολουθώντας την ανοιχτωσιά και τ' ανυπόταχτο των κορφών. Και τότε κατάλαβα πώς γίνεται να 'σαι και να μην είσαι και ότι αυτός είναι στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος.

Έπειτα πέρασε κι άλλος καιρός κι έμαθα τα πατήματα, τα βοτάνια και πώς να ξεχωρίζω ποιες σκιές κρύβουν αγέρα άκακο και ποιες ειν' επικίνδυνες σα λουφασμένα φίδια. Και τράχυνε η θωριά μου και τα χέρια μου και ξέχασα τρόπους, αβρούς χαιρετισμούς και κάθισμα και σχόλη.

Κι άμα πέρασε κι άλλος καιρός ο νους μου πλάτυνε κι αγρίεψε κι άλλο, τόσο που ήθελα μέρες να θυμηθώ πως κάποτε υπήρξα ο ποιητής κι ο φονιάς που έκαμε τους χωριανούς να σφιχτοκλειδώνουν τα πορτόφυλλα. Κείνος που σα διέσχιζε τα χωριά οι γυναίκες σηκώνονταν απ' τις κλίνες τους και  κρυφοκοίταζαν από τις χαραμάδες, αναριγώντας τόσο που έκαναν ακόμη και το νερό στα κανάτια να ιδρώνει.

Και στο τέλος ξέχασα τα πάντα, ακόμη και τον λόγο εκείνον που μ' έκανε ν' ανέβω στα βουνά, παρ' όλο που τον θυμούμαι να 'ναι βαρύς, βαρύς από αίμα που ζητάει άλλο αίμα, βαρύς και γλυκός σαν τη γλύκα πο 'χει το ανέβασμα του πρώτου λυγμού.

Και γυρνώ τώρα δω κι εκεί, σε πανηγύρια, τρύγους και χορούς και ζητώ μη κάποιος μ' αναγνωρίσει και μου διηγηθεί το παρελθόν, γιατί πρέπει, πρέπει να μάθω. Κάτι μέσα μου με καίει και μου ζητά να μάθω.

Ειμ' εκείνος που το βουνό του πήρε το μυαλό, βοηθήστε με. "

Το παραμύθι που έλεγαν στο δέντρο

Το δέντρο έστεκε μετέωρο στο γκρεμό, πάνω απ' το πράσινο σκοτάδι του.
     Οι ρίζες του ξεπρόβαλαν πια απ' το χώμα, ξεθεμελιωμένες απ' τα υπόγεια λαγούμια τους, από τις σκονισμένες αρτηρίες που είχαν σκάψει τόσο επίμονα, τόσο επίπονα, με τόση οργισμένη ζωή να χορεύει το σκάψιμό τους.
     Μέσα στο μισοσκόταδο ο γέρικος κορμός σε κάποια σημεία γυάλιζε, σα θαύμα που ηρεμεί τον αμφιβληστροειδή, που μπαίνει βαθιά μέχρι τη σκέψη και την ξεπλένει. Άλλοτε έγδερνε. 

Γιατί υπήρχαν όλες εκείνες οι πληγές που είχαν απελευθερώσει το ρετσίνι του. Τον μυρωμένο, τραχύ του ιδρώτα, όλο πείσμα και γιατρειά. 

Υπήρχαν όμως και τ' άλλα, οι αναρριχώμενες πρασινάδες που σου θύμιζαν πως δεν ήταν μοναχά το δέντρο, μα  κι άλλη ζωή φορτωμένη. Ζωή που επέλεξε να σφιχτεί πάνω του και τώρα θα τέλειωνε κι αυτή.

Με έναν δυνατό γδούπο, σηκώνοντας μια θύελλα από σκόνη και φύλλα, το δέντρο άρχισε να κατακρημνίζεται αργά.

Και δεν ήτανε δέντρο αλλά νερό, νερό που έπεφτε απ' τα νέφη μέσα σε άλλο νερό, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις το πάνω από το κάτω. Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση ή πέταγμα.


Και δεν ήτανε δέντρο αλλά κορμί που έπεφτε. Και δεν ήταν γκρεμός αλλά αγκαλιά, τόσο που σε μπέρδευε και δεν ήξερες να πεις ποιο κορμί έπεφτε ή ποιο πετούσε. 

Και δεν ήξερες να πεις αν ήταν πτώση, αν ήταν αγκαλιά, πέταγμα ή γκρεμός.