Mousetrap

 

Κάθονταν απέναντι, μέσα στο μισοσκόταδο. Είχαν αποσώσει εδώ και ώρα την κουβέντα τους κι η ένταση τούς είχε αφήσει κατάκοπους.
"Δεν είναι ώρα να φύγεις;" τον ρώτησε.
"Ήρθε καινούρια διαταγή σήμερα. Θα μένω μαζί σου, εδώ στο ράντζο. Θα με αλλάζουν μέρα παρά μέρα."
Ο Άλλος ξάπλωσε, γυρίζοντάς του την πλάτη.

"Πόσος χρόνος πέρασε;" ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Τρεις μέρες. Δεν έχει έρθει κανένας για σένα."
"Θα έρθουν, τι θαρρείς; Κάποιος λόγος θα υπάρχει που καθυστέρησαν."

"Πόσες μέρες έχουμε να δούμε άλλον άνθρωπο;" ρώτησε ο Άλλος.
"Κάμποσες. Αλλά δεν θα αργήσουμε να δούμε. Και τότε θα φύγω."
Ήταν ξαπλωμένοι, ο καθένας στη γωνιά του, με τις πλάτες τους γυρισμένες. Το υγρό μισοσκόταδο χάραζε χιλιόμετρα αποστάσεις ανάμεσά τους.

"Πόσες μέρες έχουν να μας φέρουν φαγητό;"  ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Θα 'ναι πάνω από δέκα μέρες.", απάντησε ο Άλλος. "Σε ξέχασαν όλοι κι ακόμη δεν το έχεις καταλάβει! Τώρα πια είμαστε ίσοι!"
"Πάψε!" στρίγγλισε ο Δεσμοφύλακας. 
"Δεν πρόκειται να με ξεχάσουν! Άλλωστε αν ξεχάσουν εμένα θα ξεχάσουν κι εσένα! Δεν έχεις καταλάβει πως είσαι αρκετά σημαντικός για να σε ξεχάσουν; Αλλιώς δεν θα 'σουν εδώ, αλλιώς ούτε εγώ θα ήμουν εδώ."
Έπεσαν καταγής, ξέπνοοι απ' την πάλη. Έφερε το χέρι στη ζώνη, δίπλα στο όπλο του.
"Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς  πως τώρα είμαστε και οι δύο εδώ. Κι ο πιο δυνατός είμαι πάντα εγώ." 

"Θα 'λεγα πως έχουμε ολόκληρους μήνες εδώ μέσα. Πόσος χρόνος πέρασε;" ρώτησε ο Δεσμοφύλακας.
"Αρκετός ώστε να έχω πάψει να φοβάμαι."

Κάθονταν απέναντι, μέσα στο μισοσκόταδο.
"Ήρθε η ώρα, νομίζεις;" ρώτησε ο Άλλος.
"Ναι", απάντησε ο Δεσμοφύλακας απλώνοντάς του το χέρι.
"Ας φύγουμε".


Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος

Πέρα, επάνω στα σκοτεινιασμένα νέφη, μπορούσαμε να δούμε τα αχνά σώματα των ατμών καθώς υγροποιούνταν, έστεκαν λίγο μετέωρα κι έπειτα έπεφταν προς τα εμάς.
Έβρεχε.
Το νερό έγλυφε τρεμουλιαστά το γυμνό χώμα και οι πρώτες λακκούβες σχηματίστηκαν γύρω απ' τα ακίνητά μας πόδια. Σταθήκαμε μες τη βροχή, σε στάση προσοχής, ώρα πολλή. Το νερό χάιδευε τα μέτωπά μας δημιουργώντας μια προσμονή που ράγιζε τις ανάσες μας.

Έπειτα κάτι έσπασε στην ατμόσφαιρα, κάτι βαθύ και ευωδιαστό, έρωτας που χρόνιζε πάνω στις ροδιές περιμένοντας νερό και φρέσκο αγέρι. Η βροχή δυνάμωσε. Ολόγυρά μας, τα πιο βαθιά χρώματα ανέτειλαν τρυφερά. Μύρισε πράσινο χώμα, πεύκο, σύκο.

Βαθιά στη γη κάτι ανείπωτο σείστηκε απαλά σαν να γυρνούσε στο ένα πλευρό.

Έπειτα καταλάβαμε πως είχε φτάσει πια κι έπειτα ο χρόνος ανάσανε, άφησε το τραγούδι στα χείλη μας και περίμενε υπομονετικά να το φιλήσουμε...

Ο χ'μώνας κι ου χινόπωρος αντάμα τρών' και πίνουν
Κι κάλεσαν την άνοιξη να πάει να τη φιλέψουν
Κι η άνοιξη καμάρουνι-καμάρουνι δεν πάει
-Τι καμαρώνεις άνοιξη με τα λουλούδια από ‘χεις;
Εσύ έχεις ασπρολεύκαδα εγώ έχω παλικάρια
Εσύ έχεις τα τσιγκόδεντρα κι εγώ έχω τους γερόντους
Εσύ έχεις τις αγριογκορτσιές εγώ έχω τις μπαμπίτσες
Εσύ έχεις τις τριανταφυλλιές εγώ έχω τις νυφίτσες
Εσύ έχεις το βασιλικό εγώ έχω τα κοτσύφια
Εσύ έχεις τα μαυρόγιτσια, εγώ έχω τα παιδάκια
Ταχιά ‘ρχεται χινόπωρος και θα στα μαραγκιάσει.