Μα ήταν τα δέντρα


Ήταν η πρώτη που ξεχώρισε απ' το πλήθος και στάθηκε μπροστά τους.

Η ανάσα της έβγαινε πνιχτή καθώς προσπαθούσε να ημερέψει το στήθος της που ανεβοκατέβαινε ανεξέλεγκτα κυριευμένο από τον τρόμο. Παρ' όλα αυτά, κοίταξε ολόισια τον άνδρα με το τσεκούρι, χωρίς να βλεφαρίσει, χωρίς να δακρύσει. Τον κοίταξε ώρα προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το δικό του βλέμμα, να το δαμάσει, να το γαληνέψει, αλλά παρέμενε αγέρωχο κι εκείνος ασάλευτος. Ο άνδρας κρατούσε στο χέρι του το τσεκούρι.
Πίσω της ήταν τα δέντρα.

"Κάνε πέρα", της είπε . "Η απόφαση έχει βγει, κάνε πέρα. Τα δέντρα θα φύγουν".
"Κάνε πέρα".

Όμως εκείνη δεν ήξερε πώς να βάλει τα πόδια της, πώς να οδηγήσει το βήμα της πέρα από εκεί. 
Δεν ήξερε να βλέπει δέντρα να πέφτουν.
Ήξερε μονάχα πώς να ψάχνει προσεκτικά τα καυσόξυλα και να απομακρύνει τα έντομα για να μην καούν, πώς να φιλτράρει το νερό, πως να αφήνει τα έντομα στον ήλιο να στεγνώσουν τα φτερά τους κι έπειτα πώς να φιλτράρει προσεκτικά τα λόγια της για να μην ειπωθεί ούτε μια λέξη χωρίς να είναι απόλυτα αληθινή στην καρδιά, ούτε μια λέξη απλά ξοδεμένη ενέργεια, που αντιστοιχεί μόνο σε λέξη κι όχι σε θαύμα.

"Κάνε πέρα".
Πίσω της ήταν τα δέντρα και το πλήθος.
''Δεν μπορώ", απάντησε ακούγοντας την φωνή της να παραδέρνει πάνω στους τόνους, χωρίς να μπορεί να της επιβληθεί.
Ο πόνος την άνοιξε σαν λουλούδι που ανθίζει ανήξερο στην πύρινη κάψα του ήλιου.

Πέφτοντας άκουσε το πλήθος γύρω της να σαλεύει και να πλησιάζει, άκουσε άλλα σώματα να μπαίνουν μπροστά της, μπροστά σε 'κείνη και τα δέντρα.
Πέφτοντας άκουσε κάποιον από τους άνδρες με τα τσεκούρια να φωνάζει πως ήταν παράλογο να ρίχνονται στο θάνατο έτσι αναίτια.

"Μα ήταν τα δέντρα", σκέφτηκε πριν την αρπάξει το χώμα.