Οδηγίες Χρήσης ή Το καταφύγιο

Βεβαιώσου ότι όλα τα αιχμηρά αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί.
Κλείσε ερμητικά τα παράθυρα.
Άνοιξε προσεκτικά την πλαστική συσκευασία και αφαίρεσε τη μονωτική ταινία.
Εφάρμοσέ την παντού μέχρι να κλείσει και η παραμικρή χαραμάδα.
Ρύθμισε το χρονόμετρο στις έξι ώρες και βάλ' το να μετρά. Αντίστροφα.


Τώρα πρέπει να κοιτάξεις το σώμα δίπλα σου.
Να σκύψεις πάνω απ' τη σάρκα, στις γλυκές αναθυμιάσεις του ιδρώτα, εκεί που το θαύμα συναντά την οσμή του χώματος, της μνήμης και του χαμού. Να τις οσφρανθείς, να τις συλλέξεις σαν αρχαίος μελισσοκόμος των τελευταίων ημερών του κόσμου. 
Έπειτα  κάνε έρωτα. 
Έπειτα κλάψε. Κλάψε πολύ, πολύ και λυτρωτικά, μέχρι να αποκάμεις. Μείνε για λίγο έτσι, με τα δάκρυα, τις μυρουδιές, τον έρωτα.


Μόλις το χρονόμετρο ηχήσει, πλησίασε τη συσκευή. 
Πάτησε το κουμπί και περίμενε για πολύ λίγο. 

Αν η έκρηξη ακουστεί έξω, θα ξέρεις πως  σε λίγες ώρες θα μπορέσεις να ξεσφραγίσεις τα παράθυρα και να κοιτάξεις τις εναπομένουσες φλόγες να γλύφουν ακόμη τα ερείπια πάνω στα οποία θα φυτέψεις τον οπωρώνα σου.

Αν η έκρηξη συμβεί μέσα, δεν θα προλάβεις καν να σκεφτείς ότι η Πόλη νίκησε.

Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τον χρήστη.





Θέα από προθήκη μουσείου

Η παράσταση ήταν ντανταϊστική. Μία βόμβα έσκασε. Μέσα στους καπνούς, μια γυναίκα άρχιζε να βγάζει τα ρούχα της. Λίγο πριν φανεί ο λευκός της ώμος η αυλαία έπεσε απότομα σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Το κοινό, εξαγριωμένο, άρχισε τα γιουχαίσματα εκσφενδονίζοντας καθίσματα και παλιά σκουριασμένα ρολόγια. Οι ηθοποιοί έβγαλαν τη γλώσσα τους περιπαικτικά κι εξαφανίστηκαν.

Καθώς απομακρύνθηκα τρέχοντας προσπέρασα μια ομάδα Προραφαηλιτών που ανακάτευαν ηδονικά χρώματα προσπαθώντας να πετύχουν την ιδανική απόχρωση για τη νεκρή επιδερμίδα. Ξαπλωμένη μπροστά τους, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα πρόσφερε πρόθυμα τον αριστερό της βραχίονα για δείγμα. Προχώρησα.

Λίγο πιο κάτω ο θόρυβος κόπασε. Δυο μουσικοί λογομαχούσαν βουβά κραδαίνοντας απειλητικά τα δοξάρια των βιολιών τους. Πίσω από τον ένα τους, η βασιλική ορχήστρα περίμενε πειθήνια.
Προχώρησα κι άλλο. Ο διάδρομος στένευε και κατέβαινε απότομα. Το φως λιγόστευε.


Μέσα στο ημίφως τα χρώματα ξεθώριαζαν. Τα περιγράμματα στένευαν ή μεγάλωναν και η ασάφεια δεν άφηνε τα μάτια να αντιληφθούν την ύπαρξη ή όχι αντικειμένων στη χαμηλοτάβανη αίθουσα.

Ολόγυρα, αμέτρητοι ζωγράφοι με χαρτιά, καμβάδες και μουσαμάδες στα χέρια τους, πάσχιζαν απελπισμένα να αποτυπώσουν το θριαμβεύον άγνωστο.